- αναδεξιμαίος
- ο , αναδεξιμίδι τό см. αναδεξιμιός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδεξιμιός — ο και αναδεξίμι, το (θηλ. ιά) (Μ ἀναδεξιμαῑος) 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός 2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
αναδέχομαι — (Α ἀναδέχομαι) αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα μσν. νεοελλ. δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός αρχ. 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι 2. υποκύπτω, υπόκειμαι 3.… … Dictionary of Greek